- μακρόχειρον
- μακρόχειρον, τὸ (Α)χιτώνας με μακριά μανίκια.[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + -χειρον (< χείρ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ALICA et ALICULA — genus vestis vel togae, ex Graeco ἀλλιξ, ικος, quod Graecis chlamydis fibulatoriae genus est. Hesych. Α῎λλικα, χλαμύδα ἐμπόρπημα, οι δὲ πορπίδα χλαμύδος μακροχείρου: μακρόχειρον autem alibi χειριδωτον, i. e. manuleatam, interpretatur. Unde… … Hofmann J. Lexicon universale
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek